top of page
  • Writer's pictureΕιρήνη

Μνημόνευση ή μνημειοποίηση;

Updated: Jan 27, 2021

Αναλυτική κατηγορία: Μνήμη και Πόλη

Θεωρητικές προσεγγίσεις του ζητήματος

Ποιά είναι η σημασία των μνημείων στον αστικό χώρο για τη διατήρηση της μνήμης;

 

Σύμφωνα με τον Maurice Halbawchs, εκτός από τους ανθρώπους μνήμη έχουν και οι κοινωνίες, ως σύνολα. Πρόκειται για έμμεσες «κοινές» μνήμες, που τις μοιράζεται το μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού συνόλου και στην πραγματικότητα αποτελούν ένα ερμηνευτικό πλαίσιο των γεγονότων που συμβαίνουν γύρω μας.


Η συλλογική αυτή μνήμη διαμορφώνεται από κοινωνικούς, πολιτισμικούς, ιστορικούς παράγοντες και μεταβάλλεται συνεχώς, επαναπροσδιορίζοντας το παρελθόν βάσει του παρόντος.


Στους μηχανισμούς παραγωγής της εντάσσεται αρχικά η καθημερινή ζωή του ατόμου και οι σχέσεις με τους συνανθρώπους του, όπως για παράδειγμα το οικογενειακό και το επαγγελματικό περιβάλλον ή η τοπική κοινωνία. Στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης συμβάλλουν επίσης και μηχανισμοί μεγαλύτερου εύρους, όπως το κράτος και οι τελετουργίες όπως οι εθνικές εορτές και οι παρελάσεις.


Στη δεύτερη αυτή κατηγορία των ευρύτερων μηχανισμών περιλαμβάνονται επίσης τα μουσεία και οι μνημειακοί τόποι, καθώς τα μνημεία αποτελούν ένα μέσο μετάδοσης του παρελθόντος.


Ποια είναι όμως η δυναμική των μνημείων στην πραγματικότητα;


Σύμφωνα με την Ελεάνα Γιαλούρη έχουμε συνδέσει την έννοια του μνημείου με αυτό που είναι άξιο να γίνει θεατό (αξιοθέατο) και που εξασφαλίζει την α- λήθεια, δεν μας επιτρέπει, δηλαδή, να ξεχάσουμε.


Τα μνημεία, ωστόσο, χωρίζονται σε δύο διαφορετικές κατηγορίες: τα «Μουσειακά» Μνημεία και τα «Δρώντα» Μνημεία. Τα πρώτα είναι αδρανή, στατικά αντικείμενα, σε αντίθεση με τη μνήμη και δεν αλληλεπιδρούν με τον άνθρωπο. Τα εκλαμβάνουμε ως κάτι σταθερό, μόνιμο, αλώβητο και αναλλοίωτο στο χώρο και το χρόνο. Αντίθετα, τα Δρώντα μνημεία συνομιλούν με τον επισκέπτη τους, μέσω της επίδρασης που του ασκούν. Η επιρροή αυτή είναι αποτέλεσμα συναισθημάτων όπως χαρά, θυμός, φόβος, συγκίνηση.


Με το πέρασμα των χρόνων η σημασία των μνημείων άρχισε να αμφισβητείται και να αναθεωρείται. Στις σύγχρονες πόλεις, με τους γρήγορους ρυθμούς ζωής, το ενδιαφέρον των πολιτών για τους μνημειακούς τόπους αποδείχθηκε ότι διαρκώς φθίνει.


Αυτή τη «μάταιη» ύπαρξη των μνημείων υπογραμμίζει ο Lewis Mumford, ο οποίος θεωρούσε ότι η ίδια η έννοια των μνημείων είναι αντιφατική. Χαρακτηριστική είναι η φράση «Εάν είναι μνημείο δεν μπορεί να είναι μοντέρνο και αν είναι μοντέρνο δεν μπορεί να είναι μνημείο». Τόνισε τη ψευδαίσθηση της μονιμότητας και της συνέχειας που προκαλούν τα μνημεία, θεωρώντας επίσης ότι έχουν χάσει την αισθητική και την κοινωνική νομιμότητα τους, εφόσον αποτελούν το ακριβώς αντίθετο της σύγχρονης αρχιτεκτονικής και πόλης.


Τα μνημεία είναι άδειοι απόηχοι μιας ανάσας που τελειώνει… Είτε ταράσσουν το έργο των ζωντανών είτε είναι εντελώς άσχετα με τους ζωντανούς - Lewis Mumford

Την απάντηση στο ζήτημα των μνημείων δίνει ο James E. Young, ο οποίος τόνιζε ότι η υποχρέωση μας να θυμόμαστε δεν τελειώνει στην παραχώρηση μνημειακής μορφής στη μνήμη. Στόχος μας πρέπει να είναι η μνημόνευση, όχι η μνημειοποίηση. Εισήγαγε, λοιπόν, τον όρο counter-monument (αντι-μνημείο). Πρόκειται για εναλλακτικές μορφές μνημείων που συνομιλούν με τον επισκέπτη.


Παράδειγμα αντι-μνημείου θεωρείται το μνημείο Aschrott Brunnen, στη πόλη Κασσέλ της Γερμανίας. Αρχικά, το μνημείο ήταν ένα πυραμιδικό σιντριβάνι, που κατά τον Β’ΠΠ ονομάστηκε από τους Ναζί η «Κρήνη των Εβραίων» και κατεδαφίστηκε. Το 1986, ο καλλιτέχνης Horst Hoheisel κατασκεύασε ένα υπόγειο μνημείο «αρνητικής μορφής», κάτω από τα παλιό σιντριβάνι. Στόχος του καλλιτέχνη ήταν να θυμίσει με τον διπλό αρνητικό χώρο την απουσία, αφού το σιντριβάνι απουσιάζει, πλέον, δύο φορές. Ένα ακόμη παράδειγμα αποτελούν οι ογδόντα πινακίδες που τοποθέτησαν οι Renata Stih και Frieder Schnock, το 1993, στη πλατεία Bayerische, στο Βερολίνο. Κάθε πινακίδα αποτελούνταν από την εικόνα ενός καθημερινού αντικειμένου, όπως ένα παγκάκι, από τη μία πλευρά και από την άλλη από αποσπάσματα αντισημιτικών νόμων τις δεκαετίες του 1930-1940.


Όπως προκύπτει, τα μνημεία είναι σίγουρα πολυδιάστατοι τόποι, σήμερα όμως μπαίνουν στο περιθώριο. Τα «παραδοσιακά», «κλασικά» μνημεία μένουν πίσω στις σύγχρονες κοινωνίες και πόλεις, αφού δεν πετυχαίνουν τον διάλογο με τον θεατή, με αποτέλεσμα να γίνονται αόρατα. Η λύση, λοιπόν, για να καλλιεργήσουμε τη συλλογική μνήμη, και ειδικά σε ένα ευαίσθητο θέμα όπως το Ολοκαύτωμα, είναι να επιμείνουμε ακριβώς σε αυτή η εναλλακτική μορφή των μνημειακών τόπων προκειμένου να συνομιλήσουμε μαζί τους και να ενεργοποιήσουμε τις αισθήσεις και τη μνήμη μας.




Βιβλιογραφία


Maurice Halbawachs: Συλλογική μνήμη (από την περίληψη του Χαρίλαου Εξερτζόγλου)


Γιαλούρη, Ε. (2010). Η δυναμική των μνημείων: Αναζητήσεις στο πεδίο της μνήμης και της λήθης. Στο Γιαννακόπουλος, Κ., Γιαννιτσιώτης, Γ. (Ed.), Αμφισβητούμενοι χώροι στην πόλη: Χωρικές προσεγγίσεις του πολιτισμού, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.


Mumford, L. (1937). The Death of the Monument. Nicholson B., Gabo N., Martin L. (Eds.), Circle: international survey of constructive art (pp. 263‐ 270). London: Faber and Faber.


Young, J. (1999). Memory and Counter-Memory. Harvard Design Magazine, No 9. Ανακτήθηκε από http://www.harvarddesignmagazine.org/issues/9/memory-and-counter-memory?fbclid=IwAR1Ol6RxtcJu9CyIstTxxf5UNi7RPT-tibO6NUdu4w3qGy2N8oZJf_dxESo


Bareither, C. (2020). Difficult heritage and digital media: ‘selfie culture’ and emotional practices at the Memorial to the Murdered Jews of Europe. International Journal of Heritage Studies. Ανακτήθηκε από https://doi.org/10.1080/13527258.2020.1768578

243 views0 comments

Recent Posts

See All
bottom of page