Βέροια - Θεσσαλονίκη: η εβραϊκή μνήμη μέσα από τα μνημεία της πόλης
Μετά από ένα εξάμηνο επιτόπιας έρευνας στο πεδίο, φωτογράφισης των μνημείων, βιβλιογραφικής μελέτης, ανάλυσης στοιχείων από τη συλλογή ερωτηματολογίων και αρκετού αναστοχασμού, ήρθε η στιγμή να απαντήσω στο ερευνητικό μου ερώτημα:
Ποια είναι σήμερα η σημασία των εβραϊκών μνημείων στη Θεσσαλονίκη και τη Βέροια και κατά πόσο συμβάλλουν στην διατήρηση της συλλογικής μνήμης του Ολοκαυτώματος;
Συγκεκριμένα, επέλεξα να μελετήσω τα μνημεία των Συναγωγών και των παλιών εβραϊκών νεκροταφείων των δύο πόλεων γιατί έχουν την δυνατότητα να αναδείξουν μια διαφορετική πτυχή της ιστορίας. Είναι μνημεία που έχουν τη δική τους «βιογραφία». Οι τόποι αυτοί, πριν μνημειοποιηθούν, υπήρξαν ο πυρήνας της κοινότητας που χάθηκε. Σήμερα θα μπορούσαν να διαθέτουν μια άλλη δυναμική και να συμβάλλουν πιο άμεσα στη διατήρηση της συλλογικής μνήμης.
Οι Συναγωγές που μελέτησα όντας μνημεία ιστορικά, που προϋπήρχαν του Ολοκαυτώματος, αλλά και ενεργοί χώροι λατρείας ως σήμερα, αποτελούν ζωντανά παραδείγματα του παρελθόντος, είναι χώροι που κουβαλούν οι ίδιοι τις μνήμες τους εδώ και χρόνια. Από την άλλη, τα μεταγενέστερα μνημεία στους παλιούς χώρους των εβραϊκών νεκροταφείων έχουν σκοπό να προβάλλουν αυτό που κάποτε υπήρξε, να μας θυμίζουν δηλαδή την απουσία.
Σίγουρα η ιστορική σημασία των μνημείων είναι μεγάλη και πολυδιάστατη. Δυστυχώς όμως τα περισσότερα μνημεία σπάνια ασκούν πλέον σημαντική επίδραση στις σύγχρονες τοπικές κοινωνίες, όσον αφορά τη συλλογική μνήμη. Όλοι έχουμε δει ταινίες για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και γνωρίζουμε την ύπαρξη στρατοπέδων συγκέντρωσης και την εξόντωση 6.000.000 Εβραίων. Πόσοι όμως συνειδητοποιούμε ότι αφορούν την απώλεια των συμπολιτών μας; Πόσοι θυμόμαστε ότι στον ίδιο τόπο που ζούμε εμείς σήμερα, ζούσαν κάποτε τα θύματα του Ολοκαυτώματος; Πόσοι κατανοούμε ότι οι άνθρωποι που χάθηκαν θα μπορούσαν να ήταν οι γείτονες των γονιών ή των παππούδων μας;
Η αξία ενός μνημείου δεν κρίνεται μόνο από την ιστορία του, την αισθητική αξία του ή τον σκοπό της δημιουργίας του. Κρίνεται κυρίως από το κατά πόσο πετυχαίνει τον τελικό σκοπό του, που δεν είναι άλλος από την διατήρηση της μνήμης.
Πολλές φορές αναρωτήθηκα: πόσο συχνά ένα μνημείο διεγείρει τη μνήμη; Πόσα μνημεία είναι στ’ αλήθεια ορατά και πόσα αόρατα μέσα στο χάος της πόλης; Πόσες φορές συνομιλούμε μαζί τους και πόσες τα προσπερνάμε αδιάφοροι; Ποια στέκονται σιωπηλά εκεί που τοποθετήθηκαν και ποια φωνάζουν δυνατά την ιστορία που έχουν σήμερα ως χρέος να μεταδώσουν;
Μέσα από την εθνογραφική έρευνα που έκανα και τις φωτογραφίες που τράβηξα προκύπτει ο αποχρωματισμός της μνήμης και η περιθωριοποίηση των μνημείων μέσα στον αστικό ιστό. Ερευνώντας, στη διάρκεια του εξαμήνου, σταδιακά συνειδητοποίησα πως οι παράγοντες που επηρεάζουν και χαρακτηρίζουν ένα μνημείο σε ορατό ή αόρατο, σε δρών ή σε αδρανές, είναι πολλοί. Προσπάθησα λοιπόν να τους συγκεντρώσω και να τους οργανώσω μέσα από παραδείγματα του πεδίου, καταλήγοντας σε τέσσερις βασικούς άξονες:
1) Η Θέση
Αρχικά, ένας βασικός παράγοντας είναι η θέση του μνημείου. Στο παράδειγμα της Βέροιας, η Συναγωγή βρίσκεται σε μια από τις πιο δημοφιλείς και ιστορικές γειτονιές της πόλης, τη Μπαρμπούτα, την παλιά εβραϊκή συνοικία. Κάθε ντόπιος, αλλά και οι περισσότεροι επισκέπτες, όχι απλώς γνωρίζουν την ύπαρξη της, αλλά την έχουν επίσης επισκεφθεί. Στη συνοικία αυτή βρίσκονται, επίσης, αρκετά παλιά εβραϊκά αρχοντικά -με επιγραφές στην εξωτερική τους πρόσοψη στην εβραϊκή γλώσσα. Είναι δύσκολο λοιπόν να μην παρατηρήσει ο επισκέπτης την ξεχωριστή σε όψη Συναγωγή, καθώς διαθέτει επίσης εξωτερική πινακίδα, που σηματοδοτεί την ταυτότητά της.
Σε αντίθεση με τη Βέροια, η Συναγωγή Μοναστηριωτών στη Θεσσαλονίκη δε βρίσκεται σε ευνοϊκή θέση καθώς είναι στριμωγμένη ανάμεσα σε σύγχρονα κτήρια και οικοδομές, σε μία μη τουριστική γειτονιά της πόλης.
Η θέση, όμως, δεν είναι πάντα καθοριστικός παράγοντας. Παράδειγμα αποτελεί το μνημείο του παλιού Εβραϊκού νεκροταφείου της πόλης εντός του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, σε ένα σημείο από το οποίο διέρχονται καθημερινά χιλιάδες φοιτητές. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, κανένας από τους είκοσι ερωτηθέντες δεν το έχει επισκεφθεί και το 70% δεν γνώριζε καν την ύπαρξη του.
Γιατί όμως ένα μνημείο με τόσο ευνοϊκή τοποθεσία δεν χαίρει της προβολής που του αρμόζει; Πώς είναι δυνατόν οι φοιτητές του ΑΠΘ να μην ενημερώνονται για το νεκροταφείο που υπήρχε στη θέση του Πανεπιστημίου τους;
2) Η έλλειψη προβολής και η άρνηση του παρελθόντος
Επιπλέον ένας ακόμα παράγοντας που επηρεάζει την επισκεψιμότητα ενός μνημείου είναι η προβολή που αυτό απολαμβάνει και η αναγνώριση του από την κοινωνία ως αναπόσπαστο στοιχείο της.
Είναι γνωστό το πώς η Θεσσαλονίκη αντιμετώπισε τους Εβραίους πολίτες της. Η προδοσία ήταν μεγάλη και η άρνησή της αρχικά ακόμα μεγαλύτερη. Πρόσφατα μόλις, η πόλη ξεκίνησε να ανακινεί τα ζητήματα της εβραϊκής μνήμης, ωστόσο το ζήτημα της αναγνώρισης των λαθών του παρελθόντος εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να απασχολεί τον δημόσιο λόγο. Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε πως το εβραϊκό μνημείο στο ΑΠΘ κατασκευάστηκε μόλις έξι χρόνια πριν.
Αντίθετα, η Βέροια, στην οποία η τοπική κοινωνία προστάτευσε σε μεγάλο βαθμό τους εβραίους συμπολίτες της, φαίνεται να έχει αγκαλιάσει περισσότερο τα μνημεία του εβραϊκού της παρελθόντος. Ακόμα και το μνημείο στο παλιό νεκροταφείο, που δεν βρίσκεται σε κεντρικό σημείο της πόλης και περικλείεται από γήπεδα ποδοσφαίρου και μπάσκετ χαρακτηρίζει τη γειτονική περιοχή την οποία οι ντόπιοι ονομάζουν «Εβραίικα». Σύμφωνα με τα ερωτηματολόγια, το 80% των νέων έχουν επισκεφθεί τόσο το μνημείο του Ολοκαυτώματος, όσο και τη Συναγωγή. Μάλιστα, η κύρια αφορμή επίσκεψης και στους δύο μνημειακούς τόπους είναι το σχολείο, κάτι που δεν συμβαίνει στη Θεσσαλονίκη.
Φαίνεται, λοιπόν, πως η Θεσσαλονίκη «ιεραρχεί» τα εβραϊκά μνημεία χαμηλά, αναλογικά με την ιστορική σημασία της εβραϊκής παρουσίας στην πόλη. Βέβαια, σημαντικό ρόλο παίζει το γεγονός ότι η Θεσσαλονίκη, ως μεγαλύτερη πόλη, διαθέτει περισσότερο μνημειακό πλούτο από τη Βέροια. Ωστόσο, η ευθύνη της πολιτείας για την ένταξη των μνημείων αυτών στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα της κάθε πόλης ή η ανάδειξή τους με την οργάνωση εκδηλώσεων και προβολής από τα τοπικά μέσα είναι καθοριστική για τη διατήρηση της συλλογικής μνήμης του Ολοκαυτώματος.
3) Η μορφή του μνημείου
Μεγάλης βαρύτητας είναι επίσης η μορφή ενός μνημείου. Όπως τονίζουν οι θεωρητικοί της αναλυτικής κατηγορίας Μνήμη και Πόλη, σήμερα τα μνημεία μπαίνουν στο περιθώριο. Τα «παραδοσιακά» μνημεία μένουν πίσω στους γρήγορους ρυθμούς μιας σύγχρονης πόλης με αποτέλεσμα να γίνονται όλο και πιο αόρατα και αποκομμένα από τον άνθρωπο. Ωστόσο, στην πραγματικότητα στόχος κάθε μνημείου είναι όχι μόνο να γίνεται ορατό αλλά και να προκαλεί διάλογο, να ανοίγει συζητήσεις. Αρχικά, η μορφή του στοχεύει στο να προσελκύσει τα βλέμματα των περαστικών αλλά σε δεύτερο επίπεδο επηρεάζει άμεσα το βασικό του σκοπό, αν προκαλεί δηλαδή τη θύμηση.
Στη Βέροια, η πλειοψηφία των νέων, παρά το γεγονός ότι έχει επισκεφθεί τα μνημεία, δεν γνωρίζει τίποτα για την ιστορία τους. Αυτό σημαίνει ότι στην πραγματικότητα η αποστολή των μνημείων είναι ανεπιτυχής. Δεν αρκεί επομένως τα μνημεία να τραβούν απλά τα βλέμματα, αλλά πρέπει να μας κάνουν να τα δούμε σε βάθος.
Για τον λόγο αυτό, τα μνημεία πρέπει να έχουν εύκολη και ελεύθερη πρόσβαση, να έρχονται τα ίδια στον δρόμο του επισκέπτη, αλλά και να συνομιλούν μαζί του, μέσω των αισθήσεων και των συναισθημάτων. Μόνο με αυτή την ουσιαστική αλληλεπίδραση θα μπορέσουν όντως να έχουν κάποια επίδραση στη διατήρηση την συλλογικής μνήμης.
Το πρόβλημα της μορφής ενός μνημείου γίνεται φανερό μέσα από το φωτογραφικό υλικό στη περίπτωση του μνημείου το Ολοκαυτώματος στο παλιό εβραϊκό νεκροταφείο της Βέροιας. Το μνημείο, το οποίο αποτελείται από διάσπαρτες παρατημένες πλάκες σε μια πλαγιά και μια επιγραφή στον παρακείμενο οικίσκο, βρίσκεται ανάμεσα σε κερκίδες, όργανα γυμναστικής και γήπεδα. Σε καμία λοιπόν περίπτωση η μορφή του δεν προκαλεί αυτή την αμφίδρομη σχέση με τον επισκέπτη.
Μια πρόταση «αντι-μνημείου», που θα έχει ουσιαστική επίδραση στη πόλη της Βέροιας είναι, κατά τον Γιώργο Λιόλιο, η τοποθέτηση «Λίθων Μνήμης» σε διάφορα σημεία του σύγχρονου αστικού τοπίου, που έχουν ως στόχο τη συστηματική ανάδειξη της εβραϊκής παρουσίας. Κάτι τέτοιο, αντίστοιχα, θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στο χώρο του ΑΠΘ, κατάλληλα προσαρμοσμένο στο συγκεκριμένο χώρο. Ένα ακόμη παράδειγμα από τη Θεσσαλονίκη είναι η σιωπηλή πορεία μνήμης που γίνεται κάθε χρόνο, καθώς αποτελεί μια ενεργή συμμετοχική διαδικασία θύμησης που θέτει κυριολεκτικά τη μνήμη σε κίνηση.
4) Προσωπικό Ενδιαφέρον
Τέλος, ακόμα και αν όλοι οι παραπάνω παράγοντες εκπληρώνονται, το μνημείο δεν μπορεί να ξεκινήσει διάλογο αν δεν έχει συνομιλητή.
Καθώς φωτογράφιζα το μνημείο του νεκροταφείου στο ΑΠΘ, λίγα μέτρα δίπλα μου εργάζονταν ένα συνεργείο. Αποφάσισα λοιπόν, να ρωτήσω δύο από τους εργάτες αν έχουν επισκεφθεί ποτέ το μνημείο. Ο πρώτος μου απάντησε ότι κάθονται εκεί μερικές φορές, όταν κάνουν διάλειμμα. Ωστόσο, όταν τον ρώτησα αν ξέρει περί τίνος πρόκειται ή εάν έχει διαβάσει ποτέ τι λένε οι επιγραφές του, μου απάντησε πως δεν γνωρίζει, παρά το γεγονός ότι εργάζονταν κοντά στο μνημείο επί έξι μήνες. Ο δεύτερος ονομάτισε ο ίδιος το μνημείο και φάνηκε να ξέρει αρκετά περισσότερα γι’ αυτό. Ανέφερε μάλιστα ότι καθώς δούλευαν βρήκαν και άλλους τάφους στο χώρο του Πανεπιστημίου.
Εξίσου σημαντικό, λοιπόν, για τη διασφάλιση της μνήμη είναι να είμαστε οι ίδιοι πρόθυμοι να συνομιλήσουμε, να προβληματιστούμε, να νιώσουμε και να μάθουμε, ακόμη και πράγματα που δεν τιμούν την Ιστορία μας. Πλην των μνημείων οφείλουμε εμείς οι ίδιοι να μπούμε στη διαδικασία της αυτό-συνειδητοποίησης, να ξεπεράσουμε την άρνηση που επικρατεί στην κοινωνία και να θυμηθούμε. Η μνήμη μπορεί να διατηρηθεί μόνο εφόσον οι ίδιοι είμαστε πρόθυμοι να τη διατηρήσουμε.
Κατά την άποψή μου, και όπως τεκμηριώνεται από το ερευνητικό υλικό μου, τα μνημεία έχουν εξαιρετική σημασία για μια πόλη. Αποτελούν ένα σημαντικό εργαλείο μνήμης, που υπογραμμίζει κάθε φορά την ιστορία ενός συγκεκριμένου τόπου.
Ωστόσο, η διαδικασία της θύμησης δεν τελειώνει στην απόδοση μορφής σε έναν μνημειακό τόπο. Πρωτίστως η κοινωνία και η πολιτεία οφείλουν να διαχειρίζονται τα μνημεία σωστά, δίνοντάς τους τόσο την κατάλληλη μορφή και θέση, όσο και την απαραίτητη προβολή ως αναπόσπαστα στοιχεία της πόλης. Τέλος, εμείς οι ίδιοι έχουμε προσωπική ευθύνη να γνωρίσουμε το παρελθόν μας, να αναγνωρίσουμε τα λάθη του και να τα θυμόμαστε για να μην επαναληφθούν.
Βιβλιογραφία
Λιόλιος, Γ. (2019, Φεβρουάριος 2) Βέροια: Λίθοι Μνήμης και όχι Λήθη. diablog.eu. Ανακτήθηκε από https://diablog.eu/el/allgemein-el/evraioi-veroias-lithoi-minimis-kai-ochi-lithi/
Young, J. (1999). Memory and Counter-Memory. Harvard Design Magazine, No 9. Ανακτήθηκε από http://www.harvarddesignmagazine.org/issues/9/memory-and-counter-memory?fbclid=IwAR1Ol6RxtcJu9CyIstTxxf5UNi7RPT-tibO6NUdu4w3qGy2N8oZJf_dxESo
Τα αναλυτικά αποτελέσματα της έρευνας βρίσκονται εδώ
Comments